- τρυλ(λ)ίζω
- ΝΜΑ(για τα ορτύκια) εκβάλλω γογγυστικό ήχο, τρύζωμσν.-αρχ.(κατά τον Θεόγνωστ.) (στο γ' εν.) τρυλίζει«ὀδύρεται»αρχ.1. (για την κοιλιά και τα έντερα) γουργουρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ρ. τρύζω, αναλογικά προς το θρυλίζω].
Dictionary of Greek. 2013.